Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό εργον αυτό

  • 1 υπερβαίνω

    (αόρ. υπερέβην) μετ.
    1) превосходить; превышать;

    υπερβαίνω πασαν προσδοκίαν — превосходить все ожидания;

    υπερβαίνω την δικαιοδοσίαν μου — превышать полномочия;

    τον υπερβαίνω εις επιτηδειότητα — я более ловок, чем он;

    τό εργον αυτό υπερβαίνει τάς δυνάμεις μου — это дело мне не по силам;

    2) выходить за рамки, за пределы;

    υπερβαίνω τα όρια της νομιμότητας — выходить за рамки закона, преступать закон;

    η αναίδεια του υπερβαίνει τα όρια — его наглость переходит все границы, его наглости нет предела;

    υπερβαίνω τα εξήντα — мне перевалило за шестьдесят;

    3) преодолеть, перебороть, побороть;

    υπερβαίνω τα εμπόδια (τίς δυσκολίες) — преодолеть препятствия (трудности);

    4) быть больше, превышать;

    υπερβαίνω τούς χίλιους... — превышать тысячу...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπερβαίνω

  • 2 ελεγχω

        (fut. ἐλέγξω, aor. ἤλεγξα; pass.: fut. ἐλεγχθήσομαι, aor. ἠλέγχθην, pf. ἐλήλεγμαι)
        1) покрывать позором, посрамлять
        

    (τινά Hom.)

        ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν Xen.он будет посрамлен и осмеян

        2) одолевать, побеждать, aor. превзойти
        3) отвергать с презрением, aor. пренебречь
        4) отвергать, отклонять
        τούτων μητ΄ ἐλεγχθέντων μηθ΄ ὁμολογηθέντων Plat. — поскольку все это и не отвергнуто, и не принято

        5) опровергать, возражать
        

    (τοῦτ΄ ἐλεγξαι πειράσομαι πρῶτον, ἐφ΄ ᾧ φρονεῖ μάλιστα Dem.)

        διαφυγεῖν τὸ ἐλεγχθῆναι Arst. — ускользнуть от возражений (противника);
        ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὴ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τέν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arst.если что-л. (вообще) может быть доказано, то может быть опровергнут и тот, кто утверждает нечто, противоположное истине

        6) (из)обличать, уличать
        

    οὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι Her. (рассказывают), что они, будучи уличены, не могли больше отпираться;

        ἐ. σὺν νεορρύτῳ ξίφει Aesch.поймать на месте преступления с обнаженным мечом

        7) порицать, обвинять
        

    (τινά τι Plat., τινὰ περί τινος Arph. и τινὰ ποιεῖν τι Eur.)

        περί τινα ἐ. Dem.обвинять кого-л. (на суде);
        φύλαξ ἐλέγχων φύλακα Soph. — так как один страж сваливает вину на другого;
        ἐ. αὑτὸν τοῖς Συρακουσίοις παρεῖχεν Plut. — он дал сиракузцам повод выступить против него с обвинениями;
        ἠλέγχετο κατέχειν ἑαυτὸν οὐ δυνάμενος Plut. — его порицали за то, что он не умел сдерживать себя

        8) расспрашивать
        

    (τινά Aesch.)

        τάς τε πρόσθεν, τάς τε νῦν ἐ. πράξεις Soph. — расспрашивать и о прошлом, и о настоящем;
        ἐλέγξαι τινὰ τεκμηρίῳ, εἰ … Dem.на основании вещественных доказательств узнать у кого-л., действительно ли …;
        τί ταῦτ΄ ἄλλως ἐλέγχεις ; Soph.к чему эти твои бесполезные вопросы?

        9) допрашивать
        10) исследовать, испытывать, проверять, разбирать
        11) доказывать, показывать
        αὐτὸ τὸ ἔργον ἐλέγχει Thuc.дело само говорит за себя

    Древнегреческо-русский словарь > ελεγχω

  • 3 εννοεω

        (тж. med.; aor. med.-pass. ἐνενοήθην)
        1) принимать во внимание, соображать, замечать
        ἐννενόηκα σοῦ λέγοντος Plat. — я обратил внимание на твои слова;
        ἀλλ΄ ἐ. χρέ τοῦτο μέν … Soph. — но нужно же иметь в виду …

        2) (тж. ἐ. πρὸς ἑαυτόν Plut.) размышлять, обдумывать
        

    (τὰ λεγόμενα Her.; περί τινος Plat.)

        3) думать, полагать
        

    (ὅτι … и ὥς … Her., Xen., Plat.)

        ἐννοήσας μή … Xen. — боясь, что (как бы не) …

        4) замышлять, задумывать, намереваться
        

    (τι и ποιεῖν τι Soph., Her.)

        5) придумывать
        

    (ὁδὸν κρείττω Xen.; μηχανήν τινα Plat.)

        6) замечать, распознавать
        

    ἄνωθεν ἢ κάτωθεν ; Οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph.вверху или внизу? - Я не вижу (ср. 7)

        7) понимать, постигать
        

    δέδρακε ποῖον ἔργον ; Οὐ γὰρ ἐννοῶ Soph.что именно он сделал? - Я не понимаю (ср. 6);

        νῦν δ΄ ἐννοοῦμαι φαῦλος οὖσα Eur. — теперь я понимаю, что (была) безрассудна

        8) med. приходить к выводу, умозаключать
        

    (ἔκ τινος Plat.)

        9) вспоминать
        

    οἶσθ΄ ἐπὴ τῷ τοιούτῳ τὸν λόγον …;

        10) подразумевать, значить, означать
        

    τί σοι ἐννοεῖ (v. l. νοεῖ) τοῦτο τὸ ῥῆμα ; Plat.что же означают твои слова?

        11) стремиться мыслью, желать
        

    οὐκ ἔσθ΄ ὁμονοεῖν τὸ αὑτῷ - v. l. αὐτό - ἑκάτερον ἐ. Arst. — это не единомыслие, когда каждый из обоих желает одного и того же

    Древнегреческо-русский словарь > εννοεω

См. также в других словарях:

  • Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»